τεθραμμένους

τεθραμμένους
τρέφω
thicken
perf part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”